- πολυζήτητος
- -η, -οαυτός που ζητιέται πολύ, ο αγαπητός, ο περιζήτητος: Πολυζήτητος γαμπρός. – Πολυζήτητα μηχανήματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πολυζήτητος — η, ο / πολυζήτητος, ον, ΝΜ περιζήτητος («πολυζήτητος θέσις», Ιωάνν. Χρυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ζητῶ (πρβλ. περιζήτητος)] … Dictionary of Greek
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
πολυζητησία — ἡ, Μ [πολυζήτητος] 1. αναζήτηση με πολλή φροντίδα, με πολύ ζήλο 2. ποικίλη έρευνα («πέρας δέχοιο τῆς πολυζητησίας», Στουδ.) … Dictionary of Greek